Appendix:Greek verbs/Ε5

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
  • Αn arbitrary list of some 9,000 Greek verbs together with their chief inflected forms.
  • Users are warned — these tables contain errors which, together with omissions, may be reported here.
  • Sources sometimes differ — the presence or absence of a form should not taken as evidence.
  • The main lemma form on each line in the table links to a Wiktionary entry; there are additional links to:
    • el   — το Βικιλεξικό
    •   — at "The Portal for the Greek Language" — "Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα"
  • The translation may be approximate and will not include every meaning, which may be seen at the verb's entry.
  • Forms of a verb may often be listed in the same line, usually with the most common form first. Sometimes adjacent verbs are related and tied together with a broader, shared border - the colour is not significant.
  • With second conjugation verbs the "-άω" (and sometimes the "-'ιζω") forms are listed with the "" form, even when that form is less common.
  • The major sources used are listed at the foot of this page.
    Indicates another, possibly more common, form of the verb elsewhere in these appendices.
    Indicates that forms of the perfective aspect or simple past are absent or rare. Sometimes authorities differ, in such cases the symbol may be accompanied by a form. Occasionally an imperfect tense form may be included.
    Idiomatic, colloquial, slang, familiar or dialect forms.
  §   Terms which might be described as learned, scholarly, 'Older', archaic or Katharevousa.
  þ   Terms largely, but not solely, limited to use in set phrases and clichés.
  Ø   Neologisms
pass   will sometimes be found when the passive form differs in translation form the active.
  ()   Terms in brackets are less common, deprecated or of disputed existence; or with active forms when the passive is much more common.
Alphabetical pages
αβα - αμω ανα ανδ - απλ απο απρ - αψω β γ δαγ - δια διβ - δωρ εαα - εκω ελα - ενω εξα - εοω
επα - επθ επι επκ - εωω ζ η θ ι καα - κασ κατ καυ - κοο κοπ - κωω λ
μαγ - μεφ μηδ - μωρ ν ξαγ - ξελ ξεμ - ξωμ ο παα - παπ παρ πασ - πεσ πετ - πρι προ πρυ - πωρ
ρ σαβ - σοφ σπα - συλ συμ - σωφ ταβ - του τρα - τυφ υ φ χ ψ ω
Active
present
English Active
simple past
Passive
present
Passive
simple past
Passive
perfect participle
επιβαίνω  (el ) board, get on (επέβην)
επιβάλλω  (el ) impose, impose (myself)pass επέβαλα επιβάλλομαι επιβλήθηκα επιβεβλημένος
επιβαρύνω  (el ) worsen, aggravate επιβάρυνα επιβαρύνομαι επιβαρύνθηκα επιβαρυμμένος, επιβεβαρυμμένος§
επιβεβαιώνω  (el ) confirm, authenticate επιβεβαίωσα επιβεβαιώνομαι επιβεβαιώθηκα επιβεβαιωμένος
επιβιβάζω  (el ) embark επιβίβασα επιβιβάζομαι επιβιβάτηκα, επιβιβάθηκα§ επιβιβαμένος
επιβιώνω  (el ) survive επιβώσα
επιβλέπω  (el ) oversee επέβλεψα
επιβοηθώ  (el ) assist επιβοήθησα επιβοηθούμαι επιβοηθήθηκα επιβοηθημένος
conspire, plot επιβουλεύομαι  (el ) επιβουλεύθηκα
επιβραβεύω  (el ) reward επιβράβευσα επιβραβεύομαι επιβραβεύσθηκα, επιβραβεύστηκα επιβραβευσμένος
επιβραδύνω  (el ) slow down επιβράδυνα επιβραδύνομαι επιβραδύνθηκα
επιγράφω  (el ) inscribe, entitle επέγραψα επιγράφομαι επιγράφτηκα, επιγράφηκα επιγραμμένος, επιγεγραμμένος
επιδαψιλεύω  (el ) lavish επιδαψίλευσα επιδαψιλεύομαι επιδαψιλευ επιδαψιλευμένος
επιδεικνύω  (el ), επιδείχνω display, show off επέδειξα επιδεικνύομαι, επιδείχνομαι επιδείχθηκα, (επιδείχτηκα) επιδεδειγμένος
επιδεινώνω  (el ) worsen επιδείνωσα επιδεινώνομαι επιδεινώθηκα επιδεινωμένος
επιδείχνω  (el ), > επιδεικνύω
επιδένω  (el ) bandage, dress επέδεσα επιδένομαι επιδέθηκα
put up with επιδέχομαι  (el )
επιδημώ  (el ) be an epidemic
επιδίδω  (el ), επιδίνω present επέδωσα επιδίδομαι επιδόθηκα
επιδικάζω  (el ) award επιδίκασα, επεδίκασα επιδικάζομαι επιδικάσθηκα, επιδικάστηκα§ επιδικασμένος
επιδίνω  (el ), > επιδίδω
επιδιορθώνω  (el ), επισκευάζω repair επιδιόρθωσα επιδιορθώνομαι επιδιορθώθηκα επιδιορθωμένος
επιδιώκω  (el ) seek επιδίωξα, επεδίωξα επιδιώχθηκα
επιδοκιμάζω  (el ) approve of επιδοκίμασα επιδοκιμάζομαι επιδοκιμάστηκα επιδοκιμασμένος
επιδοτώ  (el ) subsidise επιδότησα επιδοτούμαι επιδοτήθηκα επιδοτημένος
επιδράμω  (el ) attack, urge on επέδραμα
επιδρώ  (el ), επιδράω influence επέδρασα
επιζητώ  (el ) pursue, seek επιζήτησα επιζητούμαι επιζητήθηκα
επιζώ  (el ) survive επέζησα
επιθέτω  (el ) apply, put on επίθεσα, επέθεσα
επιθεωρώ  (el ) inspect επιθεώρησα επιθεωρούμαι επιθεωρήθηκα επιθεωρημένος
επιθυμώ  (el ), πεθυμώ, αποθυμώ desire, long for επιθύμησα, πεθύμησα
επικάθημαι  (el )§, > επικάθομαι
επικαθίζω  (el ) survive επήκατσα
cover επικάθισα επικάθομαι  (el ), επικάθημαι§
επικαθορίζω  (el ) stipulate επικαθόρισα επικαθορίζομαι επικαθορίστηκα επικαθορισμένος
επικαίω  (el )§ scorch
nickname, invoke, appeal επικαλούμαι  (el ) επικαλέστηκα
επικαλύπτω  (el ) coat, cover επικάλυψα επικαλύπτομαι επικαλύφθηκα επικαλυμμένος
benefit from, usufruct επικαρπούμαι  (el ), επικαρπώνομαι επικαρπώθηκα
επικασσιτερώνω  (el ) tinplate επικασσιτέρωσα επικασσιτερώνομαι επικασσιτερώθηκα επικασσιτερωμένος
επίκειται  (el ) be imminent επίκειμαι
επικεντρώνω  (el ) focus, centre on επικέντρωσα επικεντρώνομαι επικεντρώθηκα επικεντρωμένος
επικηρύσσω  (el ), επικηρύχνω outlaw, reward επικήρυξα επικηρύσσομαι επικηρύχθηκα, επικηρύχτηκα επικηρυγμένος
επικηρώνω  (el )
επικοινωνώ  (el ) communicate επικοινώνησα
επικολλώ  (el ) glue, stick on, επικόλλησα επικολλώμαι επικολλήθηκα επικολλημένος
επικονιάζω  (el ) pollinate επικονίασα επικονιάζομαι
επικουρώ  (el ) assist, help επικούρησα επικουρούμαι επικουρήθηκα επικουρημένος
επικρατώ  (el ) prevail, dominate επικράτησα, επεκράτησα§
επικρέμαται  (el ) be imminent επικρέμαμαι
επικρίνω  (el ) censure, criticise επέκρινα επικρίνομαι επικρίθηκα
επικροτώ  (el ) applaud, approve επικρότησα επικροτούμαι επικροτήθηκα επικροτημένος
επικρούω  (el ) tap, hit επέκρουσα
επικύπτω  (el )
επικυριαρχώ  (el ) subjugate επικυριάρχησα
επικυρώνω  (el ) validate, confirm επικύρωσα επικυρώνομαι επικυρώθηκα επικυρωμένος
see to, address επιλαμβάνομαι  (el ) επιλήφθηκα
επιλέγω  (el ) choose, select, conclude επέλεξα επιλέγομαι επιλέχθηκα, επιλέχτηκα επιλεγμένος
επιλύω  (el ), επιλύνω solve, reason, settle επέλυσα επιλύομαι επιλύθηκα επιλυμένος
επιμαρτυρώ  (el ) testify, again επιμαρτύρησα επιμαρτυρούμαι επιμαρτυρηθηκα επιμαρτυρημένος
look after, care for επιμελούμαι  (el ) επιμελήθηκα επιμελημένος
επιμένω  (el ) insist επέμεινα
επιμερίζω  (el ) distribute επιμέρισα επιμερίζομαι επιμερίστηκσ επιμερισμένος
επιμεταλλώνω  (el ) plate (metal) επιμετάλλωσα επιμεταλλώνομαι επιμεταλλώθηκα επιμεταλλωμένος
επιμετρώ  (el ) add, extend επιμέτρησα επιμετρούμαι επιμετρήθηκα επιμετρημένος
επιμηκύνω  (el ) lengthen επιμήκυνα επιμηκύνομαι επιμηκύνθηκα επιμηκυσμένος
επιμολύνω  (el ) infect, contaminate επιμόλυνα επιμολύνομαι επιμολύνθηκα επιμολυσμένος
επιμορφώνω  (el ) update, relearn επιμόρφωσα επιμορφώνομαι επιμορφώθηκα επιμορφωμένος
επινέμω  (el ) distribute
επινεύω  (el ) nod, assent επένευσα
επινικελώνω  (el ), > νικελώνω nickel-plate επινικέλωσα επινικελώνομαι επινικελώθηκα επινικελωμένος
επινοώ  (el ) invent, fake επινόησα επινοούμαι επινοήθηκα επινοημένος
επιορκώ  (el ) break one's word
επιπάσσω  (el ) powder
επιπεδώνω  (el ), επιπεδώ flatten, level
επιπίπτω  (el ) fall upon, set upon επέπεσα
επιπλέω  (el ), > επιπολάζω float, prosper επέπλευσα
επιπλήττω  (el ) reprimand επέπληξα επιπλήττομαι επιπλήχθηκα
επιπλώνω  (el ) furnish επίπλωσα επιπλώνομαι επιπλώθηκα επιπλωμένος
επιπολάζω  (el ), > επιπλέω επιπόλασα
επιπωματίζω  (el ) caulk επιπωμάτισα
επιρρίπτω  (el ) επέρριψα επιρρίφθηκα
επισείω  (el ) brandish, threaten επέσεισα επισείομαι επισείστηκα
επισημαίνω  (el ) mark, mark out επισήμανα, επεσήμανα επισημαίνομαι επισημάνθηκα επισημασμένος
επισημοποιώ  (el ) authenticate επισημοποίησα επισημοποιούμαι επισημοποιήθηκα επισημοποιημένος
επισιτίζω  (el ) provision επισίτισα επισιτίζομαι επισιτίστηκα επισιτισμένος
visit επισκέπτομαι  (el ) επισκέφτηκα, επισκέφθηκα§
επισκευάζω  (el ), επιδιορθώνω repair επισκεύασα επισκευάζομαι επισκευάστηκα επισκευασμένος
επισκιάζω  (el ) shade, overshadow επισκίασα, επεσκίασα§ επισκιάζομαι επισκιάτηκα, επισκιάθηκα§ επισκιασμένος
επισκοπώ  (el ) review, inspect επισκόπησα επισκοπούμαι επισκοπήθηκα
επισκοτίζω  (el ) obfuscate επισκότισα επισκοτίζομαι επισκοτίστηκα επισκοτισμένος
επισμαλτώνω  (el ) enamel επισμάλτωσα επισμαλτώνομαι
επισπεύδω  (el ) hasten, quicken επέσπευσα επισπεύδομαι επισπεύσθηκα επεσπευσμένος
επιστάζω  (el ) instil, trickle επέσταξα επεσταγμένος
επιστατώ  (el ) supervise επιστάτησα
επιστεγάζω  (el ) roof over, crown επιστέγασα επιστεγάζομαι επιστεγάστηκα επιστεγασμένος
επιστέφω  (el ) crown επέστεψα επιστέφομαι επιστέφθηκα
επιστρατεύω  (el ) mobilise επιστράτευσα επιστρατεύομαι επιστρατεύτηκα, επιστρατεύθηκα§ επιστρατευμένος
επιστρέφω  (el ) return επέστρεψα επιστρέφομαι επιστράφηκα
επιστρώνω  (el ) cover, spread επίστρωσα, επέστρωσα επιστρώνομαι επιστρώθηκα επιστρωμένος
επισυμβαίνω  (el ) supersede
επισυνάπτω  (el ) attach επισυνήψα επισυνάπτομαι επισυνάφθηκα, επισυνήφθην§ επισυνημμένος
επισύρω  (el ) attract επέσυρα
επισφραγίζω  (el ) seal επισφράγισα, επεσφράγισα επισφραγίζομαι επισφραγίστηκα, επισφραγίσθηκα§ επισφραγισμένος
επισωρεύω  (el ) amass επισώρευσα επισωρεύομαι επισωρεύθηκα επισωρευμένος
επιτάσσω  (el ) order, direct επέταξα επιτάσσομαι επιτάχθηκα επιταγμένος, επιτεταγμένος
επιταχύνω  (el ) accelerate, precipitate επιτάχυνα επιταχύνομαι επιταχύνθηκα
επιτείνω  (el ) intensify επέτεινα επιτείνομαι επιτάθηκα, επετάθην επιτεταμένος
επιτελώ  (el ), επιτέλλω perform (task) επιτέλεσα επιτελούμαι επιτελέστηκα επιτελεσμένος
επιτηδεύω  (el ) perform (craft) επιτηδεύομαι επιτηδεύθηκα επιτηδευμένος
επιτηρώ  (el ) supervise επιτήρησα επιτηρούμαι επιτηρήθηκα
attack επιτίθεμαι  (el ) επιτέθηκα, επετέθην§
επιτιμώ  (el ) reprimand επιτίμησα επιτιμώμαι επιτιμήθηκα επιτιμημένος
επιτρέπω  (el ) permit, allow επέτρεψα επιτρέπομαι επιτράπηκα (επιτετραμμένος)
επιτρέχω  (el ) attack επιτρόπευσα επιτροπεύτηκα
επιτροπεύω  (el ) act, as, guardian
επιτυγχάνω  (el ), πετυχαίνω, επιτυχαίνω achieve επέτυχα, πέτυχα επιτυγχάνομαι επιτεύχθηκα επιτυχημένος
seem επιφαίνομαι  (el ) επεφάνην
επιφέρω  (el ) bear, effect επέφερα
επιφοιτώ  (el ) επιφοίτησα
επιφορτίζω  (el ) charge, assign επιφόρτισα επιφορτίζομαι επιφορτίσθηκα επιφορτισμένος
επιφυλάσσω  (el ) reserve, hold, store επιφύλαξα, επεφύλαξα§ επιφυλάσσομαι επιφυλάχθηκα
επιχαίρω  (el ) crow, gloat επέχαιρα
επιχαλκώνω  (el ) copperplate επιχάλκωσα επιχαλκώνομαι επιχαλκώθηκα επιχαλκωμένος
επιχειρηματολογώ  (el ) argue επιχειρηματολόγησα
επιχειρώ  (el ) venture, try επιχείρησα, επεχείρησα επιχειρούμαι επιχειρήθηκα επιχειρημένος
επιχορηγώ  (el ) subsidise
επιχρίω  (el ) coat, cover (with soil) επέχρισα επιχρίομαι επιχρίστηκα, επιχρίσθηκα επιχρισμένος
επιχρυσώνω  (el ) goldplate επιχρύσωσα επιχρυσώνομαι επιχρυσώθηκα επιχρυσωμένος
επιχρωματίζω  (el ) colour, paint επιχρωμάτισα επιχρωματίζομαι επιχρωματίστηκα επιχρωματισμένος
επιχρωμιώνω  (el ) chrome-plate επιχρωμίωσα επιχρωμιώνομαι
επιχωματώνω  (el ), επιχωματίζω cover (with soil) επιχωματώνομαι, επιχωματίζομαι
επιχώνω  (el )
επιχωριάζω  (el ) frequent
επιψαύω  (el ) touch
επιψηφίζω  (el ) pass, adopt

Sources[edit]

  • Babiniotis, G. (2008), Modern Greek Dictionary (Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας). Athens: Kentro Lexikologias.
  • A N Jannaris (1895) English and Modern Greek Languages (A Concise Dictionary of), London: John Murray
  • Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
  • Magazis, George (2004) Pocket English Dictionary, Athens: Efstathiadis Group SA
  • Mandalá, María (2008) Λεξικό Τσέπης [Lexikó Tsépis, Pocket Dictionary] (in Greek), Athens: Εκδοσεις Αρμονία (Armonia Editions)
  • Stavropoulos, D N (2008) G N Stavropoulos, editor, Oxford Greek-English Learner's Dictionary, Oxford: Oxford University Press
  • Tsiotsiou-Moore, Maria, Henson, Mike (2007) Compendium of 1850 Modern Greek Verbs, Thessaloniki: University Studio Press
  • Greek-English Dictionary, Glasgow: HarperCollins, 2003
  • Web: