Etymology [ edit ]
From Ancient Greek συμπληρόω ( sumplēróō ) . By surface analysis , συμ- ( sym- , “ syn-, with ” ) + πληρώνω ( pliróno , “ to fill ” ) .
Pronunciation [ edit ]
IPA (key ) : /sim.bliˈɾo.no/
Hyphenation: συ‧μπλη‧ρώ‧νω
συμπληρώνω • (sympliróno ) (past συμπλήρωσα , passive συμπληρώνομαι )
to fill , fill in , fill out
Synonym: απογεμίζω ( apogemízo )
συμπληρώστε την αίτηση ― sympliróste tin aítisi ― fill in the form
to complete
Conjugation [ edit ]
συμπληρώνω συμπληρώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
συμπληρώνω
συμπληρώσω
συμπληρώνομαι
συμπληρωθώ
2 sg
συμπληρώνεις
συμπληρώσεις
συμπληρώνεσαι
συμπληρωθείς
3 sg
συμπληρώνει
συμπληρώσει
συμπληρώνεται
συμπληρωθεί
1 pl
συμπληρώνουμε , [‑ομε ]
συμπληρώσουμε , [‑ομε ]
συμπληρωνόμαστε
συμπληρωθούμε
2 pl
συμπληρώνετε
συμπληρώσετε
συμπληρώνεστε , συμπληρωνόσαστε
συμπληρωθείτε
3 pl
συμπληρώνουν (ε )
συμπληρώσουν (ε )
συμπληρώνονται
συμπληρωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
συμπλήρωνα
συμπλήρωσα
συμπληρωνόμουν (α )
συμπληρώθηκα
2 sg
συμπλήρωνες
συμπλήρωσες
συμπληρωνόσουν (α )
συμπληρώθηκες
3 sg
συμπλήρωνε
συμπλήρωσε
συμπληρωνόταν (ε )
συμπληρώθηκε
1 pl
συμπληρώναμε
συμπληρώσαμε
συμπληρωνόμασταν , (‑όμαστε )
συμπληρωθήκαμε
2 pl
συμπληρώνατε
συμπληρώσατε
συμπληρωνόσασταν , (‑όσαστε )
συμπληρωθήκατε
3 pl
συμπλήρωναν , συμπληρώναν (ε )
συμπλήρωσαν , συμπληρώσαν (ε )
συμπληρώνονταν , (συμπληρωνόντουσαν )
συμπληρώθηκαν , συμπληρωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα συμπληρώνω ➤
θα συμπληρώσω ➤
θα συμπληρώνομαι ➤
θα συμπληρωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα συμπληρώνεις , …
θα συμπληρώσεις , …
θα συμπληρώνεσαι , …
θα συμπληρωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … συμπληρώσει έχω, έχεις, … συμπληρωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … συμπληρωθεί είμαι , είσαι , … συμπληρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … συμπληρώσει είχα, είχες, … συμπληρωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … συμπληρωθεί ήμουν , ήσουν , … συμπληρωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … συμπληρώσει θα έχω, θα έχεις, … συμπληρωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … συμπληρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … συμπληρωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
συμπλήρωνε
συμπλήρωσε
—
συμπληρώσου
2 pl
συμπληρώνετε
συμπληρώστε
συμπληρώνεστε
συμπληρωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
συμπληρώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας συμπληρώσει ➤
συμπληρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
συμπληρώσει
συμπληρωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
Related terms [ edit ]