πλειονότητα

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek πλειονότης (pleionótēs).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /plioˈnotita/
  • Hyphenation: πλει‧ο‧νό‧τη‧τα

Noun

[edit]

πλειονότητα (pleionótitaf

  1. majority
    Antonyms: μειονότητα (meionótita), μειοψηφία (meiopsifía), (less frequent) μειονοψηφία (meionopsifía)
    Hyponyms: (also a synonym) πλειοψηφία (pleiopsifía), (less frequent) πλειονοψηφία (pleionopsifía)
    Η πλειονότητα των μαθητών σε αυτό το σχολείο παίζει ποδόσφαιρο.
    I pleionótita ton mathitón se aftó to scholeío paízei podósfairo.
    The majority of the students in this school play football.
    Το βιβλίο άρεσε στην πλειονότητα των αναγνωστών.
    To vivlío árese stin pleionótita ton anagnostón.
    The majority of the readers liked the book.

Declension

[edit]

Further reading

[edit]