κρατικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
κρατικός • (kratikós) m (feminine κρατική, neuter κρατικό)
Declension[edit]
Declension of κρατικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κρατικός • | κρατική • | κρατικό • | κρατικοί • | κρατικές • | κρατικά • |
genitive | κρατικού • | κρατικής • | κρατικού • | κρατικών • | κρατικών • | κρατικών • |
accusative | κρατικό • | κρατική • | κρατικό • | κρατικούς • | κρατικές • | κρατικά • |
vocative | κρατικέ • | κρατική • | κρατικό • | κρατικοί • | κρατικές • | κρατικά • |
Related terms[edit]
- see: κράτος n (krátos, “state”)