καλωσόρισμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Noun[edit]
καλωσόρισμα • (kalosórisma) n (plural καλωσορίσματα)
Declension[edit]
Declension of καλωσόρισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καλωσόρισμα • | καλωσορίσματα • |
genitive | καλωσορίσματος • | καλωσορισμάτων • |
accusative | καλωσόρισμα • | καλωσορίσματα • |
vocative | καλωσόρισμα • | καλωσορίσματα • |
Synonyms[edit]
- υποδοχή f (ypodochí)
Related terms[edit]
- καλωσορίζω (kalosorízo, “to welcome”)