αποφθεγματικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αποφθεγματικός • (apofthegmatikós) m (feminine αποφθεγματική, neuter αποφθεγματικό)
Declension[edit]
Declension of αποφθεγματικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποφθεγματικός • | αποφθεγματική • | αποφθεγματικό • | αποφθεγματικοί • | αποφθεγματικές • | αποφθεγματικά • |
genitive | αποφθεγματικού • | αποφθεγματικής • | αποφθεγματικού • | αποφθεγματικών • | αποφθεγματικών • | αποφθεγματικών • |
accusative | αποφθεγματικό • | αποφθεγματική • | αποφθεγματικό • | αποφθεγματικούς • | αποφθεγματικές • | αποφθεγματικά • |
vocative | αποφθεγματικέ • | αποφθεγματική • | αποφθεγματικό • | αποφθεγματικοί • | αποφθεγματικές • | αποφθεγματικά • |
Related terms[edit]
- see: απόφθεγμα n (apófthegma, “aphorism, adage”)
Further reading[edit]
- αποφθεγματικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.