απομαγνητοφώνηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]απομαγνητοφώνηση • (apomagnitofónisi) f (plural απομαγνητοφωνήσεις)
Declension
[edit]Declension of απομαγνητοφώνηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | απομαγνητοφώνηση • | απομαγνητοφωνήσεις • | |
genitive | απομαγνητοφώνησης • | απομαγνητοφωνήσεων • | |
accusative | απομαγνητοφώνηση • | απομαγνητοφωνήσεις • | |
vocative | απομαγνητοφώνηση • | απομαγνητοφωνήσεις • | |
Formal genitive singular in -εως (-eos) is not common for this group of words. |
Related terms
[edit]- see: απομαγνητοφωνώ (apomagnitofonó, “to transcribe”)
Further reading
[edit]- “απομαγνητοφώνηση”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998