σεξουαλικότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]σεξουαλικότητα • (sexoualikótita) f
Declension
[edit]Declension of σεξουαλικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σεξουαλικότητα • | σεξουαλικότητες • |
genitive | σεξουαλικότητας • | — |
accusative | σεξουαλικότητα • | σεξουαλικότητες • |
vocative | σεξουαλικότητα • | σεξουαλικότητες • |