επιστημονικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
επιστημονικός • (epistimonikós) m (feminine επιστημονική, neuter επιστημονικό)
Declension[edit]
Declension of επιστημονικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιστημονικός • | επιστημονική • | επιστημονικό • | επιστημονικοί • | επιστημονικές • | επιστημονικά • |
genitive | επιστημονικού • | επιστημονικής • | επιστημονικού • | επιστημονικών • | επιστημονικών • | επιστημονικών • |
accusative | επιστημονικό • | επιστημονική • | επιστημονικό • | επιστημονικούς • | επιστημονικές • | επιστημονικά • |
vocative | επιστημονικέ • | επιστημονική • | επιστημονικό • | επιστημονικοί • | επιστημονικές • | επιστημονικά • |
Related terms[edit]
- αντεπιστημονικός (antepistimonikós, “unscientific”, adjective)
- and see: επιστήμη f (epistími, “science”)