|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ενοικιάζω
|
ενοικιάσω
|
ενοικιάζομαι
|
ενοικιαστώ, ενοικιασθώ
|
2 sg
|
ενοικιάζεις
|
ενοικιάσεις
|
ενοικιάζεσαι
|
ενοικιαστείς, ενοικιασθείς
|
3 sg
|
ενοικιάζει
|
ενοικιάσει
|
ενοικιάζεται
|
ενοικιαστεί, ενοικιασθεί
|
|
1 pl
|
ενοικιάζουμε, [‑ομε]
|
ενοικιάσουμε, [‑ομε]
|
ενοικιαζόμαστε
|
ενοικιαστούμε, ενοικιασθούμε
|
2 pl
|
ενοικιάζετε
|
ενοικιάσετε
|
ενοικιάζεστε, ενοικιαζόσαστε
|
ενοικιαστείτε, ενοικιασθείτε
|
3 pl
|
ενοικιάζουν(ε)
|
ενοικιάσουν(ε)
|
ενοικιάζονται
|
ενοικιαστούν(ε), ενοικιασθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ενοικίαζα
|
ενοικίασα
|
ενοικιαζόμουν(α)
|
ενοικιάστηκα, ενοικιάσθηκα
|
2 sg
|
ενοικίαζες
|
ενοικίασες
|
ενοικιαζόσουν(α)
|
ενοικιάστηκες, ενοικιάσθηκες
|
3 sg
|
ενοικίαζε
|
ενοικίασε
|
ενοικιαζόταν(ε)
|
ενοικιάστηκε, ενοικιάσθηκε
|
|
1 pl
|
ενοικιάζαμε
|
ενοικιάσαμε
|
ενοικιαζόμασταν, (‑όμαστε)
|
ενοικιαστήκαμε, ενοικιασθήκαμε
|
2 pl
|
ενοικιάζατε
|
ενοικιάσατε
|
ενοικιαζόσασταν, (‑όσαστε)
|
ενοικιαστήκατε, ενοικιασθήκατε
|
3 pl
|
ενοικίαζαν, ενοικιάζαν(ε)
|
ενοικίασαν, ενοικιάσαν(ε)
|
ενοικιάζονταν, (ενοικιαζόντουσαν)
|
ενοικιάστηκαν, ενοικιαστήκαν(ε), ενοικιάσθηκαν, ενοικιασθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ενοικιάζω ➤
|
θα ενοικιάσω ➤
|
θα ενοικιάζομαι ➤
|
θα ενοικιαστώ / ενοικιασθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ενοικιάζεις, …
|
θα ενοικιάσεις, …
|
θα ενοικιάζεσαι, …
|
θα ενοικιαστείς / ενοικιασθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ενοικιάσει έχω, έχεις, … ενοικιασμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … ενοικιαστεί / ενοικιασθεί είμαι, είσαι, … ενοικιασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ενοικιάσει είχα, είχες, … ενοικιασμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … ενοικιαστεί / ενοικιασθεί ήμουν, ήσουν, … ενοικιασμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ενοικιάσει θα έχω, θα έχεις, … ενοικιασμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … ενοικιαστεί / ενοικιασθεί θα είμαι, θα είσαι, … ενοικιασμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
ενοικίαζε
|
ενοικίασε
|
—
|
ενοικιάσου
|
2 pl
|
ενοικιάζετε
|
ενοικιάστε
|
ενοικιάζεστε
|
ενοικιαστείτε, ενοικιασθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ενοικιάζοντας ➤
|
ενοικιαζόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ενοικιάσει ➤
|
ενοικιασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
ενοικιάσει
|
ενοικιαστεί, ενοικιασθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• The forms with -σθ- are formal or dated. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|