αυτοκινητάκι

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αυτοκίνητο (car) +‎ -άκι (diminutive suffix).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aftociniˈtaci/
  • Hyphenation: αυ‧το‧κι‧νη‧τά‧κι

Noun

[edit]

αυτοκινητάκι (aftokinitákin (plural αυτοκινητάκια)

  1. diminutive of αυτοκίνητο (aftokínito).
  2. toy car
    Κάνω συλλογή από αυτοκινητάκια.
    Káno syllogí apó aftokinitákia.
    I have a collection of toy cars.

Declension

[edit]
[edit]
  • συγκρουόμενα n pl (sygkrouómena, bumper cars, dodgems) elliptical use of τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια