ασταθής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ασταθής • (astathís) m (feminine ασταθής, neuter ασταθές)
Declension
[edit]Declension of ασταθής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασταθής • | ασταθής • | ασταθές • | ασταθείς • | ασταθείς • | ασταθή • |
genitive | ασταθούς • | ασταθούς • | ασταθούς • | ασταθών • | ασταθών • | ασταθών • |
accusative | ασταθή • | ασταθή • | ασταθές • | ασταθείς • | ασταθείς • | ασταθή • |
vocative | ασταθή • / ασταθής • | ασταθής • | ασταθές • | ασταθείς • | ασταθείς • | ασταθή • |
Further reading
[edit]- “ασταθής”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998