αξιοθαύμαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αξιοθαύμαστος • (axiothávmastos) m (feminine αξιοθαύμαστη, neuter αξιοθαύμαστο)
Declension[edit]
Declension of αξιοθαύμαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιοθαύμαστος • | αξιοθαύμαστη • | αξιοθαύμαστο • | αξιοθαύμαστοι • | αξιοθαύμαστες • | αξιοθαύμαστα • |
genitive | αξιοθαύμαστου • | αξιοθαύμαστης • | αξιοθαύμαστου • | αξιοθαύμαστων • | αξιοθαύμαστων • | αξιοθαύμαστων • |
accusative | αξιοθαύμαστο • | αξιοθαύμαστη • | αξιοθαύμαστο • | αξιοθαύμαστους • | αξιοθαύμαστες • | αξιοθαύμαστα • |
vocative | αξιοθαύμαστε • | αξιοθαύμαστη • | αξιοθαύμαστο • | αξιοθαύμαστοι • | αξιοθαύμαστες • | αξιοθαύμαστα • |