αμπόλιαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αμπόλιαστος • (ampóliastos) m (feminine αμπόλιαστη, neuter αμπόλιαστο)
Declension[edit]
Declension of αμπόλιαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμπόλιαστος • | αμπόλιαστη • | αμπόλιαστο • | αμπόλιαστοι • | αμπόλιαστες • | αμπόλιαστα • |
genitive | αμπόλιαστου • | αμπόλιαστης • | αμπόλιαστου • | αμπόλιαστων • | αμπόλιαστων • | αμπόλιαστων • |
accusative | αμπόλιαστο • | αμπόλιαστη • | αμπόλιαστο • | αμπόλιαστους • | αμπόλιαστες • | αμπόλιαστα • |
vocative | αμπόλιαστε • | αμπόλιαστη • | αμπόλιαστο • | αμπόλιαστοι • | αμπόλιαστες • | αμπόλιαστα • |
Synonyms[edit]
- ακέντρωτος (akéntrotos)