αλληγορικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αλληγορικός • (alligorikós) m (feminine αλληγορική, neuter αλληγορικό)
Declension[edit]
Declension of αλληγορικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλληγορικός • | αλληγορική • | αλληγορικό • | αλληγορικοί • | αλληγορικές • | αλληγορικά • |
genitive | αλληγορικού • | αλληγορικής • | αλληγορικού • | αλληγορικών • | αλληγορικών • | αλληγορικών • |
accusative | αλληγορικό • | αλληγορική • | αλληγορικό • | αλληγορικούς • | αλληγορικές • | αλληγορικά • |
vocative | αλληγορικέ • | αλληγορική • | αλληγορικό • | αλληγορικοί • | αλληγορικές • | αλληγορικά • |
Related terms[edit]
- see: αλληγορία f (alligoría, “allegory”)