αλατοποιείο
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Noun[edit]
αλατοποιείο • (alatopoieío) n (plural αλατοποιεία)
Declension[edit]
Declension of αλατοποιείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλατοποιείο • | αλατοποιεία • |
genitive | αλατοποιείου • | αλατοποιείων • |
accusative | αλατοποιείο • | αλατοποιεία • |
vocative | αλατοποιείο • | αλατοποιεία • |
Related terms[edit]
- see: αλάτι n (aláti, “salt”)