ακούνητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
ακούνητος • (akoúnitos) m (feminine ακούνητη, neuter ακούνητο)
Declension[edit]
Declension of ακούνητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακούνητος • | ακούνητη • | ακούνητο • | ακούνητοι • | ακούνητες • | ακούνητα • |
genitive | ακούνητου • | ακούνητης • | ακούνητου • | ακούνητων • | ακούνητων • | ακούνητων • |
accusative | ακούνητο • | ακούνητη • | ακούνητο • | ακούνητους • | ακούνητες • | ακούνητα • |
vocative | ακούνητε • | ακούνητη • | ακούνητο • | ακούνητοι • | ακούνητες • | ακούνητα • |