αισχρολογικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αισχρολογικός • (aischrologikós) m (feminine αισχρολογική, neuter αισχρολογικό)
- referred to, referenced
- cited, mentioned
Declension[edit]
Declension of αισχρολογικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισχρολογικός • | αισχρολογική • | αισχρολογικό • | αισχρολογικοί • | αισχρολογικές • | αισχρολογικά • |
genitive | αισχρολογικού • | αισχρολογικής • | αισχρολογικού • | αισχρολογικών • | αισχρολογικών • | αισχρολογικών • |
accusative | αισχρολογικό • | αισχρολογική • | αισχρολογικό • | αισχρολογικούς • | αισχρολογικές • | αισχρολογικά • |
vocative | αισχρολογικέ • | αισχρολογική • | αισχρολογικό • | αισχρολογικοί • | αισχρολογικές • | αισχρολογικά • |